εγωϊστικός

εγωϊστικός
η , ό[ν] эгоистический, эгоистичный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εγωϊστικός" в других словарях:

  • εγωιστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εγωιστή ή στον εγωισμό («εγωιστικές βλέψεις») 2. αυτός που προέρχεται, γίνεται από εγωισμό ή για την ικανοποίησή του («εγωιστικές υποδείξεις») …   Dictionary of Greek

  • εγωιστικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται ή ταιριάζει στον εγωιστή ή τον εγωισμό, εγωκεντρικός: Εγωιστική συμπεριφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ατομικιστικός — ή, ό ο σχετικός με τον ατομικισμό ή αυτός που αναφέρεται στον ατομικιστή, εγωιστικός …   Dictionary of Greek

  • αυτάρεσκος — η, ο (AM αὐτάρεσκος, ον) [αρέσκω] ο ικανοποιημένος με τον εαυτό του, αυτός που αυτοθαυμάζεται μσν. εγωιστικός …   Dictionary of Greek

  • εγωκεντρικός — ή, ό που θεωρεί τον εαυτό του ως επίκεντρο των πάντων, εγωπαθής, εγωιστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»